- αλεξήνωρ
- ἀλεξήνωρ, δωρικός τύπος ἀλεξάνωρ, ο (Α)1. αυτός που βοηθά τους άνδρες2. ως όνομα γιατρού (Αλεξάνωρ οΜαχάωνος τού Ασκληπιού).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + -ήνωρ < ἀνήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλεξάντροφκ-Σαχαλίνσκι Αλεξάνωρή Αλεξήνωρ — Γιος του Μαχάονα, εγγονός του Ασκληπιού. Τον τιμούσαν ως ήρωα, μετά τη δύση του ήλιου, στην Τιτάνη της Σικυωνίας όπου, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ασκληπιείο, στο οποίο υπήρχαν τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας. Αδέλφια του Α.… … Dictionary of Greek
ἀλεξήνορα — ἀλεξήνωρ aiding man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξάνωρ — ἀλεξάνωρ, ο (Α) (δωρικός τύπος τού ἀλεξήνωρ*) αυτός που βοηθά τους ανθρώπους (αναφέρεται σε γιατρό). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + άνωρ < ἀνήρ] … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek